Κυριακή 3 Ιουνίου 2012


ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
Οι Σαρακατσάνοι είναι Ελληνικός πληθυσμός με χαρακτηριστικά έθιμα και τρόπο ζωής. Κοιτίδα τους θεωρείται η Πίνδος από όπου απλώθηκαν σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα. Νομάδες κτηνοτρόφοι ζούσαν σε καθεστώς κλειστής πατριαρχικής κοινωνίας. Από τις αρχές του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα μετακινούνταν μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας. Μετά το διακανονισμό των Ελληνικών συνόρων το 1923 οι μετακινήσεις τους αυτές περιορίστηκαν στον Ελλάδικό χώρο. Μεγάλα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα διατηρήθηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του '40 .
Σήμερα ;
Σήμερα οι Σαρακατσάνοι έχουν εγκαταλείψει την κτηνοτροφία και το νομαδισμό και ζούνε μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΑ

Τα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα ήταν κοινότητες που τις αποτελούσαν συγγενικές κυρίως οικογένειες – οι φάρες ή πατριές – αλλά και ξένοι οι σμίχτες. Τη δημιουργία του τσελιγκάτου την επέβαλαν οι ιδιαίτερες συνθήκες της νομαδικής ζωής όπως π.χ. η δυσκολία εύρεσης βοσκοτόπων και η ανάγκη για καλύτερη φροντίδα και εκμετάλλευση των κοπαδιών. Αρχηγός του τσελιγκάτου ήταν ο τσέλιγκας. Τσέλιγκας ήταν ο ικανότερος κτηνοτρόφος. Ήταν υπεύθυνος για την οικονομική και κοινωνική οργάνωση του τσελιγκάτου, που λειτουργούσε ως μορφή κοινοπραξίας. Στο τέλος κάθε εποχής και με βάση τη δύναμη της κάθε οικογένειας σε γιδοπρόβατα καθώς και την προσφορά εργασίας μέσα στα τσελιγκάτα γινόταν η κατανομή των εσόδων και εξόδων.
ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟΥ

Μικρογραφία τσελιγκάτουΜικρογραφία τσελιγκάτου, έργο του Βασίλη Τσαούση. Δίνει την εικόνα της διάταξης των καλυβιών μέσα στον περιβάλλοντα χώρο του βουνού.
Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
Οι Σαρακατσάνοι ζούσαν σε καλύβια, κατασκευασμένα από λεπτούς κορμούς δέντρων, τα λούρα. Το σχέδιο των καλυβιών χαραζόταν στο έδαφος. Στη συνέχεια στηνόταν ο σκελετός με κάθετα και οριζόντια λούρα. Ακολουθούσε η επένδυση του σκελετού με χόρτο ή φυλλώματα. Ο τύπος των καλυβιών ήταν στρογγυλός και μεταγενέστερα στρογγυλός ή παραλληλόγραμμος.


Εξωτερική άποψη της "μεγάλης καλύβας" Εξωτερική άποψη της "μεγάλης καλύβας" που ήταν ο χώρος διαμονής της οικογένειας. Πλάι στη "μεγάλη" αυτή καλύβα στηνόταν όμοιο αλλά μικρότερο καλύβι, ή "καλυβούλα", όπου έβαζαν τον αργαλειό και φύλαγαν τον ρουχισμό.
Εσωτερική άποψη της μεγάλης καλύβας Εσωτερική άποψη της μεγάλης καλύβας. Δεξιά φαίνονται τα "λιγκέρια", ξύλινη κατασκευή με ράφια, όπου τοποθετούσαν τα ψωμιά (ψωμοκρέβατο) και τα "λιγκέρια", δηλαδή τα χάλκινα σκεύη (λιγκεροκρέβατο).
Εσωτερική άποψη της μεγάλης καλύβας Εσωτερικό της μεγάλης καλύβας ντυμένο γιορταστικά με πολύχρωμες μάλλινες βελέντζες. Αριστερά διακρίνεται η "βάτρα" δηλαδή η θέση της φωτιάς (αρχέγονο στοιχείο επισήμανσης του "κέντρου") και ο "σοφράς", χαμηλό στρογγυλό τραπέζι του φαγητού. Ολόγυρα, ημικυκλικό συνεχές, ξύλινο κάθισμα, το "πεζούλι", στρωμένο με πολύχρωμες μάλλινες βελέντζες.
Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΟΥ

Η καλύβα του τσοπάνου Σαρακατσάνος τσοπάνος στο καλύβι τουΗ καλύβα του τσοπάνου στηνόταν δίπλα στο μαντρί και στέγαζε το βοσκό και το βοηθό του.
Η ΤΣΙΑΤΟΥΡΑ
Τσιατούρα ονομάζουν οι Σαρακατσάνοι το πρόχειρο στέγαστρο που έστηναν για διανυκτέρευση κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους. Η τσιατούρα στηριζόταν σε δύο δοκούς, τις φούρκες, και μια οριζόντια, τον καβαλάρη. Πάνω στο βασικό αυτό σκελετό έριχναν το τεντόπανο που γινόταν από γιδίσιο και πρόβειο μαλλί για να είναι αδιάβροχο. Με το ίδιο ύφασμα έκλειναν και τα δύο ανοίγματα της τσιατούρας – μπρος και πίσω.

Σαρακατσάνα του καραβανιού με τα γιορτινά της και το φορτωμένο άλογο έξω από την τσιάτουραΣαρακατσάνα του καραβανιού με τα γιορτινά της και το φορτωμένο άλογο έξω από την τσιάτουρα
 
Σαρακατσάνα του καραβανιού με τα γιορτινά της και το φορτωμένο άλογο έξω από την τσιάτουρα.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
Μέσα στην καθημερινή συναναστροφή οι μεγαλύτεροι μετέδιδαν στους μικρότερους τις γνώσεις και τις παραδόσεις τους. Επιπλέον τα αγόρια μάθαιναν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική, κάτι που θα τους ήταν αργότερα απαραίτητο για τις οικονομικές συναλλαγές τους. Τα μαθήματα γίνονταν το καλοκαίρι στο τσελιγκάτο και ο δάσκαλος που προσλαμβάνονταν ήταν συνήθως αδιόριστος ή συνταξιούχος. Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας τσελιγκάτων, η εκπαίδευση των Σαρακατσάνων έγινε πιο οργανωμένη. Τότε τα σχολεία εξοπλίστηκαν με θρανία και μαυροπίνακες.

Το σχολείοΕσωτερικό του σχολείου
 
Το σχολείο. Χορτόπλεκτη καλύβα με ορθογώνιο σχήμα. Λειτουργούσε μόνο τα καλοκαίρια. Ο εξοπλισμός και ο δάσκαλος έρχονταν από γειτονικό χωριό.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Τόξο και βέλος
Βροντάρα: όταν έσπρωχναν το έμβολο έβγαινε ένας δυνατός κρότος.
Τσλίθρα: παιχνίδι που πετούσε νερό.
Τσιλίκα και τσιλκάρ΄.
ΤΟ ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ

Το τυροκομείο ή μπατζός Η τυροκομία ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την οικονομία των Σαρακατσάνων. Το τυροκομείο ή μπατζός, που ήταν ειδικό ορθογώνιο καλύβι, στηνόταν στο χώρο αρμέγματος των κοπαδιών. Την άνοιξη συγκεντρώνονταν τα γάλατα του τσελιγκάτου. Τότε άρχιζε η διαδικασία της τυροκόμησης που γινόταν είτε από τον ίδιο τον τσέλιγκα είτε από τυροκόμους εμπόρους.
Εσωτερική άποψη του μπαντζού Εσωτερική άποψη του μπαντζού με το "ταζάκι", ξύλινο πάγκο της τυροκομίας. Στο ράφι διάφορα ποικιλόσχημα χάλκινα δοχεία για το γάλα, τα "μετρίδια".
Εσωτερική άποψη του μπαντζού Εσωτερική άποψη του μπαντζού. Διακρίνονται το καζάνι, όπου στράγγιζαν και έπηζαν το γάλα, και το μεγάλο χάλκινο "γκιούμι". Στο ράφι έχουν τοποθετηθεί σε επάλληλες σειρές κασέρια ή "κασκαβέλια", χαρακτηριστικό είδος της σαρακατσάνικης τυροκομίας.
ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ

"Κάπου βελάζουν πρόβατα, κάπου βροντάν κουδούνια…."
Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα (1) που ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά (2) που ήταν χυτά ορειχάλκινα για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο γκισέμι, το μεγαλύτερο δηλαδή κριάρι που ήταν ο αρχηγός του κοπαδιού. Με τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού. Οι ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν τα κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να ακούγονται αρμονικά.

Σαρακατσάνοι Αγωνιστές

Βασίλης Δίπλας, κλέφτης της περιόδου πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821
Γεώργιος Ζαχείλας, κλέφτης, οπλαρχηγός επανάστασης 1821
Αντώνης Κατσαντώνης, κλέφτης της περιόδου πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821
Κώστας Λεπενιώτης, κλέφτης αδερφός του προαναφερόμενου
Αναστάσιος Καρατάσος, κλέφτης, οπλαρχηγός επανάστασης 1821
Γεώργιος Καραϊσκάκης οπλαρχηγός επανάστασης 1821
Δημήτριος «Τσάμης» Καρατάσος, οπλαρχηγός επανάστασης 1821
Κωνσταντίνος Γαρέφης, Μακεδονομάχος οπλαρχηγός
Γρηγόριος Βαϊνάς (καπετάν Αγραφιώτης), Μακεδονομάχος οπλαρχηγός
Προέλευση ονόματος

Ως προς την ονομασία των Σαρακατσάνων υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Σύμφωνα με την επικρατέστερη από αυτές, το όνομα Σαρακατσάνος έχει τουρκική προέλευση και είναι σύνθετη λέξη αποτελούμενη από το kara (καρά) που σημαίνει «μαύρος, μαυροντυμένος» και το kacan (κατσάν) που σημαίνει «φυγάς, ανυπότακτος». Έτσι από το Karakacan (Καρακατσάν) προήλθε με παραφθορά η λέξη Σαρακατσάνος. Ο λόγος για την ονομασία αυτή είναι ότι οι Σαρακατσάνοι μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης φορούσαν μαύρη ενδυμασία ως ένδειξη πένθους, ενώ έσφαζαν τα λευκά πρόβατα και κρατούσαν μόνο τα μαύρα. Επίσης κατέφυγαν ως κλέφτες στα βουνά ώστε να μην υποταχθούν στον κατακτητή και να τον πολεμούν από εκεί. Έτσι οι Τούρκοι τους προσέδωσαν την ονομασία Καρακατσάν, δηλαδή «μαύρος φυγάς». Οι ίδιοι οι Σαρακατσάνοι άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτό το όνομα μετά το 1812, το οποίο είναι σχετικά νέο, προσδιορίζοντας έναν λαό που προϋπήρχε του ονόματος.